-
1 качка
(мор) η θαλασσοταραχή, το κούνημα, η φουρτούνα, разг. η θάλασσα, боковая - το κύλισμα, ο διατοιχισμός, το μπότσιбортовая - см. боковая -килевая - о προνευστασμός, το σκαμπανέβασμαсильная - το ισχυρό κούνημα, η ισχυρή θαλασσοταραχήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > качка